- ὀχοῦνται
- ὀχάομαιleappres ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic)ὀχέωhold fastpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek